οκαδιάρικος

οκαδιάρικος
-η, -ο
1. αυτός που ζύγιζε μία οκά («οκαδιάρικο ψωμί»)
2. αυτός που μπορεί να χωρέσει ποσότητα ίση με μία οκά («οκαδιάρικο μπουκάλι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οκαδ- τού πληθ. τού ουσ. οκά + κατάλ. -ιάρικος (πρβλ. παιχνιδ-ιάρικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οκαδιάρικος — η, ο αυτός που έχει βάρος ή χωρεί μία οκά: Οκαδιάρικο ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκαλής — ο οκαδιάρικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. okkali] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”