- οκαδιάρικος
- -η, -ο1. αυτός που ζύγιζε μία οκά («οκαδιάρικο ψωμί»)2. αυτός που μπορεί να χωρέσει ποσότητα ίση με μία οκά («οκαδιάρικο μπουκάλι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οκαδ- τού πληθ. τού ουσ. οκά + κατάλ. -ιάρικος (πρβλ. παιχνιδ-ιάρικος)].
Dictionary of Greek. 2013.